- μορφοῖ
- μορφάωpres opt act 3rd sg (attic epic doric ionic)μορφόωgive shapepres ind mp 2nd sgμορφόωgive shapepres opt act 3rd sgμορφόωgive shapepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μορφοῖ — Μορφώ the Shapely fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπριδιόμορφοι — οι τάξη τελεόστεων ιχθύων, στην οποία ανήκουν πολλά είδη μεγαλόσωμων ψαριών, το μήκος τών οποίων μπορεί να φθάσει και τα 8 μέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνειο ως προς το α συνθετικό του, πρβλ. γαλλ. lampridiformes <… … Dictionary of Greek